- παιπαλόεντος
- παιπαλόειςruggedmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παιπαλόεις — παιπαλόεις, εσσα, εν (Α) (επικ. τ.) 1. τραχύς, απότομος, απόκρημνος («ἐξ ὄρεος κατεβήσετο παιπαλόεντος», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με ορεινές οδούς ή ατραπούς) αυτός που έχει πολλές στροφές, ανώμαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. παιπάλη] … Dictionary of Greek